προώστης

προώστης
προ-ώστης, ου, ,
A projecting beam, swing-beam, Aen. Tact.32.5 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προώστης — ο, ΝΑ [προωθῶ] νεοελλ. ναυτ. μακρύ ξύλινο μαδέρι το οποίο κρέμεται σε οριζόντια θέση από την πλευρά τού πλοίου και χρησιμεύει κατά το πλεύρισμα τού πλοίου για την προστασία του από τυχόν προσκρούσεις στην προβλήτα, ιδίως κατά τις φορτοεκφορτώσεις …   Dictionary of Greek

  • προωστῶν — προώστης projecting beam masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”